Η κατάρα της ευρωζώνης
Δημοσιεύθηκε: 17:37 - 13/01/09
Δημοσιεύθηκε: 17:37 - 13/01/09
Ιρλανδοί, Ισπανοί και Ελληνες νοιώθουν άσχημα τελευταία. Την περασμένη εβδομάδα, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και των τριών κρατών απειλήθηκαν με υποβάθμιση. Το Δουβλίνο, η Μαδρίτη και η Αθήνα αντέκρουσαν το χτύπημα αναλύοντας το πώς θα φέρουν σε τάξη τα οικονομικά τους, έστω κι αν υποφέρουν από υψηλό κόστος δανεισμού. Αυτό που δεν μπορούν όμως να αντικρούσουν εύκολα, είναι ηλύση στο πρόβλημά τους: ο αποπληθωρισμός.
Το ενδεχόμενο υποβαθμίσεων δεν είναι παρά η εκδήλωση ενός βαθύτερου προβλήματος: την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ελλείμματα συναλλαγών στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία είναι τόσο μεγάλα και οι οικονομίες επιβραδύνονται τόσο γρήγορα. Αρχικώς ήταν μια μακρά και βραδεία διολίσθηση. Με την εισαγωγή στο ευρώ μειώθηκε το κόστος δανεισμού, αλλά επίσης απελευθερώθηκε μια πιστωτική άνθιση και αύξηση τιμών –που έγινε περισσότερο εμφανής στην αγορά ακινήτων αλλά και τους μισθούς.
Στην Ιρλανδία το πρόβλημα είναι εμφανές. Από το 2000, το συγκρίσιμο μισθολογικόκόστος έχει αυξηθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του γερμανικού (στην Ελλάδα το μισθολογικός κόστος έχει αυξηθεί στο ίδιο σιάστημα κατά 5 μονάδες.) Η πορεία των εξαγωγών πλήττεται περαιτέρω από την αποδυνάμωση των ισοτιμιών των δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους: την Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Γι’αυτό και ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, κ. Brian Lenihan, πρόσφατα καταφέρθηκε κατά της Βρετανίας, δηλώνοντας ότι η πτώση της στερλίνας έχει προκαλέσει στην Ιρλανδία «τεράστια προβλήματα.» Η γρήγορα λύση για την Ιρλανδία θα ήταν να προχωρήσει επίσης σε υποτίμηση. Αλλά, ως μέλος του ευρώ, δεν έχει αυτή την δυνατότητα. Αντ’αυτού, πρέπει να «αποπληθωριστεί.»
Η Γερμανία είχε καταφέρει κάτι παρόμοιο στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αλλά, καθώς οι εμπορικοί εταιροι της είχαν εκείνη την περίοδο πληθωρισμό, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ανεβαίνουν οι γερμανικές τιμές με βραδύτερο ρυθμό, για να υποχωρήσει το μισθολογικό κόστος. Σήμερα, καθώς ο πληθωρισμός παντού πέφτει, δεν υπάρχει αυτή η διέξοδος για τις μη ανταγωνιστικές χώρες της ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι πληθωρισμοί θα πρέπει να πέσουν σε πραγματικούς όρους. Κι αυτό είναι εξαιρετικά επίπονο. Είναι επίσης πολιτικά αθέμιτο.
Οι δημοκρατίες δεν συνηθίζουν να «αποπληθωρίζονται.» Ούτε οι χώρες της ανατολικής Ασίας, που έχουν πιο ελαστικές αγορές εργασίας, δεν το κατάφεραν αυτό κατά την διάρκεια της κρίσης του 1997 –ή τουλάχιστον δεν το κατάφεραν χωρίς πολιτική αλλαγή. Το ιρλανδικό δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα το φθινόπωρο, ίσως αποδειχθεί μια «εκρηκτική» ψήφος.
Το ενδεχόμενο υποβαθμίσεων δεν είναι παρά η εκδήλωση ενός βαθύτερου προβλήματος: την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ελλείμματα συναλλαγών στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία είναι τόσο μεγάλα και οι οικονομίες επιβραδύνονται τόσο γρήγορα. Αρχικώς ήταν μια μακρά και βραδεία διολίσθηση. Με την εισαγωγή στο ευρώ μειώθηκε το κόστος δανεισμού, αλλά επίσης απελευθερώθηκε μια πιστωτική άνθιση και αύξηση τιμών –που έγινε περισσότερο εμφανής στην αγορά ακινήτων αλλά και τους μισθούς.
Στην Ιρλανδία το πρόβλημα είναι εμφανές. Από το 2000, το συγκρίσιμο μισθολογικόκόστος έχει αυξηθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του γερμανικού (στην Ελλάδα το μισθολογικός κόστος έχει αυξηθεί στο ίδιο σιάστημα κατά 5 μονάδες.) Η πορεία των εξαγωγών πλήττεται περαιτέρω από την αποδυνάμωση των ισοτιμιών των δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους: την Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Γι’αυτό και ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, κ. Brian Lenihan, πρόσφατα καταφέρθηκε κατά της Βρετανίας, δηλώνοντας ότι η πτώση της στερλίνας έχει προκαλέσει στην Ιρλανδία «τεράστια προβλήματα.» Η γρήγορα λύση για την Ιρλανδία θα ήταν να προχωρήσει επίσης σε υποτίμηση. Αλλά, ως μέλος του ευρώ, δεν έχει αυτή την δυνατότητα. Αντ’αυτού, πρέπει να «αποπληθωριστεί.»
Η Γερμανία είχε καταφέρει κάτι παρόμοιο στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αλλά, καθώς οι εμπορικοί εταιροι της είχαν εκείνη την περίοδο πληθωρισμό, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ανεβαίνουν οι γερμανικές τιμές με βραδύτερο ρυθμό, για να υποχωρήσει το μισθολογικό κόστος. Σήμερα, καθώς ο πληθωρισμός παντού πέφτει, δεν υπάρχει αυτή η διέξοδος για τις μη ανταγωνιστικές χώρες της ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι πληθωρισμοί θα πρέπει να πέσουν σε πραγματικούς όρους. Κι αυτό είναι εξαιρετικά επίπονο. Είναι επίσης πολιτικά αθέμιτο.
Οι δημοκρατίες δεν συνηθίζουν να «αποπληθωρίζονται.» Ούτε οι χώρες της ανατολικής Ασίας, που έχουν πιο ελαστικές αγορές εργασίας, δεν το κατάφεραν αυτό κατά την διάρκεια της κρίσης του 1997 –ή τουλάχιστον δεν το κατάφεραν χωρίς πολιτική αλλαγή. Το ιρλανδικό δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα το φθινόπωρο, ίσως αποδειχθεί μια «εκρηκτική» ψήφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου